Αιγιαλεία

Αιγιαλεία
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά του Άργους Αδράστου και της Αμφιθέας, σύζυγος του ήρωα του Τρωικού πολέμου Διομήδη. Αρχικά ήταν πιστή σύζυγος, όταν όμως σε κάποια μάχη ο Διομήδης τραυμάτισε την Αφροδίτη, η θεά, για να τον εκδικηθεί, προκάλεσε στην Α. ερωτικές διαθέσεις και εκείνη απάτησε τον άντρα της με τον Ιππόλυτο, με τον Κομήτη, γιο του Σθένελου και άλλους. Με τον Κομήτη μάλιστα συνωμότησε να σκοτώσουν το Διομήδη μετά την επιστροφή του, επειδή είχε και πληροφορίες πως ο Διομήδης είχε συνάψει σχέσεις με άλλη γυναίκα. Ο Διομήδης κατέφυγε σε ένα ιερό της Ήρας και εγκατέλειψε το Άργος.
II
Ονομασία ολόκληρης της Πελοποννήσου, σε αρχαιότατη εποχή, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο. Οφείλεται πιθανότατα στον Αιγιαλέα, πρώτο βασιλιά της Σικυώνας. Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας όμως, αναφέρουν πως μόνο η Αχαΐα λεγόταν έτσι. Πρώτοι κάτοικοι της Α. ήταν οι Πελασγοί Αιγιαλείς. Την εποχή του βασιλιά της Αχαΐας Σελινούντα ήρθαν στην Α. Ίωνες και ο αρχηγός τους Ίων πήρε για σύζυγο του την Ελίκη, κόρη του Σελινούντα, και τον διαδέχτηκε. Τους Ίωνες διαδέχτηκαν Αχαιοί, που, πιεζόμενοι από τους Δωριείς, εγκαταστάθηκαν στη βορειοδυτική περιοχή της Πελοποννήσου, που διατηρεί από τότε την ονομασία Αχαΐα. Επτά από τις 12 πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας περιλαμβάνονταν στην Α. (Αίγιον, Αιγαί, Αίγειρο, Βούρα, Ελίκη, Κερύνεια και Ρύπαι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αἰγιαλείᾳ — Αἰγιαλείᾱͅ , Αἰγιάλεια fem dat sg (attic doric aeolic) Αἰγιαλείᾱͅ , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιαλείᾳ — αἰγιαλείᾱͅ , αἰγιάλειος frequenting the shore fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιάλεια — fem nom/voc sg Αἰγιάλειος frequenting the shore neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιγιαλεία — η περιοχή της Αχαΐας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰγιάλεια — αἰγιάλειος frequenting the shore neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλείας — Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλεια fem acc pl Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλεια fem gen sg (attic doric aeolic) Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc pl Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιαλείας — αἰγιαλείᾱς , αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc pl αἰγιαλείᾱς , αἰγιάλειος frequenting the shore fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλείαν — Αἰγιαλείᾱν , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιαλείαν — αἰγιαλείᾱν , αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλείης — Αἰγιάλεια fem gen sg (epic ionic) Αἰγιάλειος frequenting the shore fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”